λεχθέντων

λεχθέντων
λέγω 2
pick up
aor part pass masc/neut gen pl
λέγω 3
lay
aor part pass masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Thukydides — – Parlament; Wien Thukydides ( …   Deutsch Wikipedia

  • ευμνημόνευτος — η, ο (Α εὐμνημόνευτος, ον) αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τόν θυμάται κάποιος εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῡτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», Πλάτ.) αρχ. πρόχειρος, προσιτός («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).… …   Dictionary of Greek

  • ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… …   Dictionary of Greek

  • παλιλλογία — η (ΑΜ παλιλλογία) [παλιλλογώ] νεοελλ. η συχνή και ανιαρή επανάληψη τών ίδιων λόγων, αναμάσημα, ταυτολογία μσν. αρχ. άρνηση τών λεχθέντων, αναίρεση αρχ. ανακεφαλαίωση …   Dictionary of Greek

  • υπαναχώρηση — η / ὑπαναχώρησις, ήσεως, ΝΑ [υπαναχωρώ] η βαθμιαία ή η κρυφή υποχώρηση νεοελλ. 1. αναίρεση τών λεχθέντων, αποκήρυξη δοξασιών ή γνωμών τις οποίες υποστήριζε κάποιος 2. αθέτηση συμφωνίας 3. (νομ.) κατάσταση κατά την οποία μια απόπειρα μένει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”